στρατηλασία

στρατηλασία
στρᾰτηλ-ᾰσία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A expedition, campaign, Hdt.4.105, 7.14, al.; ἐπὶ Αἴγυπτον ἐποιέετο ς. Id.2.1; campaigning, Plu.2.326b.
II army, Hdt.8.140.ά.
III office of magister militum, Just.Nov.38 Prooem.3 (pl.).
IV generally, military command, Ptol.Tetr.177 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρατηλασίᾳ — στρατηλασίαι , στρατηλασία expedition fem nom/voc pl στρατηλασίᾱͅ , στρατηλασία expedition fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασία — και ιων. τ. οτρατηλατίη, ἡ, ΜΑ, και στρατηλατία Μ [στρατηλάτης] μσν. η υπηρεσία τού στρατηγού, η στρατηγία αρχ. 1. εκστρατεία 2. (καταχρ.) ο στρατός 3. (γενικά) η στρατιωτική διοίκηση …   Dictionary of Greek

  • στρατηλασίας — στρατηλασίᾱς , στρατηλασία expedition fem acc pl στρατηλασίᾱς , στρατηλασία expedition fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασίαι — στρατηλασία expedition fem nom/voc pl στρατηλασίᾱͅ , στρατηλασία expedition fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασίαν — στρατηλασίᾱν , στρατηλασία expedition fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασίαις — στρατηλασία expedition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασίη — στρατηλασία expedition fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασίην — στρατηλασία expedition fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασίης — στρατηλασία expedition fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλασίῃ — στρατηλασία expedition fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηλατία — ἡ, Μ βλ. στρατηλασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”